τολμηροκάρδιος

τολμηροκάρδιος
-ον, Μ
αυτός που έχει τολμηρή καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τολμηρός + -καρδιος (< καρδία), πρβλ. ὑψηλο-κάρδιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”